φοβητσιάρικος

φοβητσιάρικος
η , ο испуганный, напуганный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φοβητσιάρικος" в других словарях:

  • φοβητσιάρικος — η, ο, Ν [φοβητσιάρης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε φοβητσιάρη. επίρρ... φοβητσιάρικα Ν με φοβητσιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • φοβητσιάρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φοβητσιάρη (βλ. λ.), αυτός που ταιριάζει σε φοβητσιάρη: Φοβητσιάρικα καμώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»